- πανσέληνος
- (Aστρov.). Η Σελήνη σε πλήρη κύκλο, γεμάτο φεγγάρι, ολόγιομο φεγγάρι. Η φάση της Σελήνης κατά την οποία φαίνεται από τη Γη σαν τέλειος κυκλικός δίσκος, όσες φορές ο δορυφόρος βρίσκεται σε αντίθεση με τον Ήλιο και επομένως φωτίζεται ολόκληρο το προς τη Γη στραμμένο ημισφαίριό του. Όταν υπάρχει π., η παρατήρηση του σεληνιακού δίσκου με τηλεσκόπιο είναι δύσκολη εξαιτίας της ζωηρότητας του φωτισμού του. Το ζωηρό αυτό φως δυσκολεύει και διάφορες αστρονομικές παρατηρήσεις. Η π. είναι η μόνη φάση της Σελήνης κατά την οποία συμβαίνουν οι ολικές και μερικές εκλείψεις της, γιατί η σκιά της Γης σκεπάζει ολόκληρο ή ένα μέρος του δίσκου της μόνο όταν αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με τον Ήλιο και σε κατάλληλη απόσταση από τη Γη.
π. εκκλησιαστική. Π. που δεν συμπίπτει με την αληθινή, αλλά είναι επόμενή της περίπου κατά πέντε ημέρες. Η διαφορά αυτή δημιουργήθηκε από την εποχή που υιοθετήθηκε από την Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία ο υπολογισμός του Πάσχα με βάση τον λεγόμενο κύκλο το Μέτωνα. Με τον κύκλο αυτό καθορίζεται η εποχή της π. κάθε 19 χρόνια, δυο ώρες αργότερα από την αληθινή.
Βραδιά με πανσέληνο (φωτ. ΑΠΕ).
* * *-ο / πανσέληνος, -ον, Α και πασσέληνος, -ον, ΝΜΑνεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η πανσέληνοςαστρον. φάση τής Σελήνης κατά την οποία αυτή φαίνεται από τη Γη σαν ένας τέλειος φωτεινός δίσκος και και η οποία συντελείται κάθε 29, 53 ημέρες όταν ο Ήλιος και η Σελήνη βρίσκονται σε αντίθετες διευθύνσεις, αλλ. πλησιφαής σελήνη, γεμάτο φεγγάριμσν.-αρχ.(για τη σελήνη) αυτή που φωτίζεται ολόκληρη, πλησιφαής («ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα πανσέληνος», Θουκ.)αρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ο χρόνος κατά τον οποίο η σελήνη είναι ολόφωτη2. στρογγυλός σαν τη σελήνη όταν είναι ολόφωτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -σέληνος (< σελήνη), πρβλ. ημι-σέληνος, πλησι-σέληνος].
Dictionary of Greek. 2013.